- αφοπλίζω
- (AM ἀφοπλίζω)αφαιρώ από κάποιον τα όπλα, ξαρματώνωνεοελλ.1. εξουδετερώνω τις αντιρρήσεις κάποιου2. (για πλοίο) παροπλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφοπλίζω — αφοπλίζω, αφόπλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφοπλίζω — όπλισα, ίστηκα, οπλισμένος 1. ξαρματώνω: Ο αστυνομικός κατόρθωσε να αφοπλίσει τον κακοποιό. 2. εξουδετερώνω τα επιχειρήματα κάποιου: Με αυτά που του είπες τον αφόπλισες. 3. αφαιρώ από πολεμικό πλοίο τον οπλισμό και τα χρειαζούμενα για να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφοπλίζει — ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 2nd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind act 3rd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 2nd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλίσαι — ἀφοπλίζω disarm aor inf act ἀφοπλίσαῑ , ἀφοπλίζω disarm aor opt act 3rd sg ἀφοπλίζω disarm aor inf act ἀφοπλίσαῑ , ἀφοπλίζω disarm aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλισθῆναι — ἀφοπλίζω disarm aor inf pass ἀφοπλίζω disarm aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλισθήσεται — ἀφοπλίζω disarm fut ind pass 3rd sg ἀφοπλίζω disarm fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλισάμενοι — ἀφοπλίζω disarm aor part mid masc nom/voc pl ἀφοπλίζω disarm aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλίζειν — ἀφοπλίζω disarm pres inf act (attic epic) ἀφοπλίζω disarm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλίζεσθαι — ἀφοπλίζω disarm pres inf mp ἀφοπλίζω disarm pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλίζεται — ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)